συνεπίσκοπος

συνεπίσκοπος
συνεπίσκοπος, ου, ὁ co-supervisor, co-superintendent Phil 1:1 v.l., apparently an error for σὺν ἐπισκόποις.—DELG s.v. σκέπτομαι.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνεπίσκοπος — ὁ, ΜΑ [ἐπίσκοπος] ο επίσης επίσκοπος, αυτός που είναι επίσκοπος συγχρόνως με άλλον …   Dictionary of Greek

  • ԵՊԻՍԿՈՊՈՍԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0660 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա.գ. συνεπίσκοπος coepiscopus Պաշտօնակից եպիսկոպոսի, որպէս այլ եպիսկոպոս կամ քորեպիսկոպոս. *Եպիսկոպոսակցօք, եւ սարկաւագօք. Փիլիպ. ՟Ա. 1: *Յովսէփ եպիսկոպոս՝ բազում եպիսկոպոսակցօք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”